- ντίξιλαντ
- (dixieland). Τύπος αρχαϊκής, παραδοσιακής τζαζ, που αυτοσχεδιάζουν μικρά συγκροτήματα. Ο όρος είναι πια διεθνής και η ετυμολογία του ανάγεται στις αρχές του 19ου αι., όταν μια γαλλική τράπεζα της Νέας Ορλεάνης εξέδωσε ένα καινούργιο χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων όπου αναγραφόταν ο αριθμός στα γαλλικά dix. Πολύ γρήγορα, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών άρχισαν να αποκαλούν την πόλη της Νέας Ορλεάνης και ολόκληρη τη Λουιζιάνα «γη των dix» (land = γη, τόπος) και, γενικότερα, dixieland. Στη στενή του έννοια ο όρος ν. χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την παραδοσιακή τζαζ που παίζεται όμως από λευκούς μουσικούς.
Dictionary of Greek. 2013.